ιωβηλαίο(ν)

ιωβηλαίο(ν)
το юбилей;

γιορτασμός ( — или πανηγυρισμός) τού ιωβηλαίο(ν) ιωβηλαίου — юбилейные торжества


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ιωβηλαίο(ν)" в других словарях:

  • ιωβηλαίο — (Jubilaeum). Έτσι ονόμαζαν οι Εβραίοι το τελευταίο έτος κάθε πεντηκονταετίας. Το εβραϊκό I. ήταν έτος πλήρους ανάπαυσης, αφιερωμένο στον Θεό. Ο θεσμός αυτός είχε για το εβραϊκό έθνος ιδιαίτερη κοινωνική σημασία, αφού τα χωράφια και τα σπίτια που… …   Dictionary of Greek

  • ιωβηλαίο — το (λ. εβρ.) 1. τελευταίο έτος κάθε πεντηκονταετίας κατά το οποίο οι Εβραίοι οφειλέτες απαλλάσσονταν από τις υποχρεώσεις τους. 2. το τελευταίο έτος κάθε 25ετίας κατά το οποίο ο πάπας συγχωρούσε τις αμαρτίες εκείνων που πήγαιναν προσκυνητές στη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μπορομίνι — (Borromini, Μπισόνε, Λουγκάνο 1599 – Ρώμη 1667). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού αρχιτέκτονα Φραντσέσκο Καστέλι. Νεαρότατος ακόμα έφτασε στη Ρώμη και εργάστηκε ως λιθοξόος κοντά στον μακρινό συγγενή του Μαντέρνο. Γύρω στο 1628 υιοθέτησε το… …   Dictionary of Greek

  • άφεση — Το να αφήνει κανείς κάτι ελεύθερο. Επομένως ά. μπορεί να χαρακτηριστεί και η εκτίναξη, η εκκίνηση, η απαλλαγή και η συγχώρηση. Στους αρχαίους Έλληνες ά. έλεγαν το διαζύγιο, τον χωρισμό. Στη στρατιωτική ορολογία ά. είναι η απομάκρυνση από τη… …   Dictionary of Greek

  • ιώβηλος — ἰώβηλος, ὁ (Α) βλ. ιωβηλαίο …   Dictionary of Greek

  • χρυσός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Au· ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 79, ατομικό βάρος 197,2 ένα σταθερό ισότοπο και πολλά ραδιενεργά ισότοπα με αριθμό μάζας από 187 έως 189 και από …   Dictionary of Greek

  • Βονιφάτιος — I Όνομα παπών της Ρώμης. 1. Β. Α’ (; – 422). Πάπας της Ρώμης (418 422). Ήταν γιος ιερέα και η περιπετειώδης εκλογή του ως επισκόπου Ρώμης έδωσε την αφορμή για την οριστική διευθέτηση του τρόπου με τον οποίο θα έπρεπε να εκλέγονται στο μέλλον οι… …   Dictionary of Greek

  • Γκράιερτς, Ότο φον- — (Otto von Greyerz, Βέρνη 1863 – 1940).Ελβετός θεατρικός συγγραφέας και διευθυντής θεάτρου. Η φήμη του είναι στενά συνδεδεμένη με το ενδιαφέρον που παρουσίασε στην Ελβετία το φέστσπιλ (Festspiel),ένα ιδιόμορφο είδος θεάματος με εορταστικό… …   Dictionary of Greek

  • Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… …   Dictionary of Greek

  • Τζιότο ντι Μποντόνε — (Giotto di Bondone, Κόλε ντι Βεσπινιάνο, Φλωρεντία 1266 – Φλωρεντία 1337). Ιταλός ζωγράφος, ψηφιδογράφος και αρχιοικοδόμος. Μαθητής του Τσιμαμπούε, τον οποίο (όπως αναφέρει η παράδοση και ο ίδιος ο Δάντης σε ένα περίφημο κομμάτι του Καθαρτηρίου)… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»